- πημαίνω
- Α [πήμα]1. βυθίζω κάποιον στη δυστυχία, εξολοθρεύω, αφανίζω, βλάπτω, καταστρέφω («Ποσειδάων... πημαίνει Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ.)2. προξενώ λύπη, θλίβω, πικραίνω κάποιον («οὔτε ἐπήμαινεν οὔτε ἐσίνετο γῆν τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.)3. (αμτβ.) φέρνω κακό, προξενώ βλάβη («ὁππότεροι πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια πημήνειαν» — όποιοι θα έκαναν πρώτοι κακό παραβαίνοντας τους όρκους, Ομ. Ιλ.)4. παθ. υφίσταμαι βλάβη ή ζημία, βλάπτομαι, ζημιώνομαι («οὐδέ τις οὖν μοι νηῶν πημάνθη», Ομ. Οδ.).
Dictionary of Greek. 2013.